- μανόστημος
- μανόστημος, -ον (Α)αυτός που έχει λεπτό στημόνι, ο λεπτά υφασμένος («μανόστημοι πέπλοι», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + -στημος (< στήμων), πρβλ. αραιόστημος, πολύ-στημος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανοστήμοις — μανόστημος open in warp and weft masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)